- ντουμανιάζω
- μετ. , αμετ. наполнять(ся) дымом
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ντουμανιάζω — ντουμανιάζω, ντουμάνιασα, ντουμανιασμένος βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ντουμανιάζω — [ντουμάνι] 1. (για κλειστό χώρο) γεμίζω καπνό 2. (μτβ.) γεμίζω κάποιον με καπνό («μάς ντουμάνιασε με τα τσιγάρα του») 3. βγάζω πολύ καπνό («ντουμάνιασε η καμινάδα») … Dictionary of Greek
ντουμανιάζω — ντουμάνιασα, ντουμανιασμένος, μτβ. και αμτβ., γεμίζω, περιβάλλομαι από καπνό ή σκόνη: Ντουμάνιασε ο τόπος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ντουμάνιασμα — το [ντουμανιάζω] παρουσία πυκνού καπνού σε κλειστό χώρο … Dictionary of Greek